φασόν

φασόν
το, Ν
άκλ.
1. πρότυπο ενδυμασίας
2. κοπτική και ραπτική εργασία για την κατασκευή ενδυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. facon «κατασκευή, εργασία υφάσματος, ενδύματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σαν-φασόν — Ν επίρρ. χωρίς αυστηρή τήρηση τών εθιμικών τύπων και κανόνων, άτυπα, πρόχειρα, αφελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sans facon «χωρίς τρόπους, χωρίς επιτήδευση»] …   Dictionary of Greek

  • σανφασονισμός — ο, Ν συμπεριφορά που αγνοεί τους εθιμικούς τύπους και κανόνες, αφελής συμπεριφορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαν φασόν + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”